ΥΔΑΤΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Ο υποβρύχιος κόσμος του Ζαν Πενλεβέ

Με τα πόδια του σχεδόν μόνιμα στο νερό, έστρεψε το βλέμμα της κάμερας σε κάθε λογής υδρόβια πλάσματα, απαθανατίζοντας τις μυστηριώδεις συνήθειές τους με τζαζ μουσική υπόκρουση. Πρόδρομος του Ζακ-Ιβ Κουστό και του Σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο Ζαν Πενλεβέ πάντρεψε σκανδαλιστικά το φυσιοδιφικό ντοκιμαντέρ με το avant-garde σινεμά για να μας συστήσει έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο κάτω από τα φύκια και τη λάσπη. Ανακαλύψτε τον στο αφιέρωμα του Exile Room!

Μικροσκοπικές γαρίδες, παθιάρικα χταπόδια, λυγερόκορμοι ιππόκαμποι, τσαχπίνικα οστρακοειδή, εφευρετικοί αχινοί και τσαμπουκαλήδες αστακοί: αυτοί είναι οι ήρωες του Ζαν Πενλεβέ και ο κόσμος του ένα σύμπαν συνεχών μεταμορφώσεων, όπου η ζωή και ο θάνατος, η μαγεία και ο τρόμος, εναλλάσσονται σε κάθε τετραγωνικό χιλιοστό νερού. Πολύ προτού ο Κουστό κατακτήσει τους ωκεανούς, ένας άλλος Γάλλος αποκάλυψε για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό τα μυστικά των θαλασσών, τσαλαβουτώντας ακατάπαυστα στις παραλίες ή ξεροσταλιάζοντας μπροστά από ενυδρεία. Με μια ζωή τόσο εκκεντρική όσο εκείνη των αλλόκοτων πλασμάτων που παρατηρούσε με αστείρευτη υπομονή, και ασυμβίβαστη όσο τα υβριδικά φιλμάκια του, ο Πενλεβέ εξύψωσε το νεογέννητο οικολογικό ντοκιμαντέρ σε ανεπανάληπτα ύψη σουρεαλιστικής έμπνευσης.

Ο πιο καλός ο μαθητής

Γιος του διάσημου μαθηματικού και δις πρωθυπουργού της Γαλλίας, Πολ Πενλεβέ, ο Ζαν είχε τα πάντα – εκτός από τη μητέρα του, η οποία πέθανε από επιλόχειο πυρετό λίγο μετά τη γέννησή του, στο Παρίσι, στις 2 Νοεμβρίου του 1902. Όμως από παιδί έμοιαζε να προτιμά τη συντροφιά των ζώων από εκείνη των συνομηλίκων του. Το σχολείο, όπως και οι συμμαθητές του, του προκαλούσαν απέχθεια και συχνά έκανε κοπάνες για να βοηθήσει τους φύλακες του ζωολογικού κήπου να ταΐσουν τα ζώα ή για να μαζέψει θαλασσινά που πάσχιζε να διατηρήσει ζωντανά στην μπανιέρα του σπιτιού του. Η συμπεριφορά του μικρού Ζαν γρήγορα έπνιξε στα ρηχά την ελπίδα του πατέρα του να ασχοληθεί το μοναχοπαίδι του με τα μαθηματικά και να μπει στο Πολυτεχνείο. Το 1921 αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην ιατρική, όμως δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τις σπουδές του, βγαίνοντας αγανακτισμένος από την τάξη, όταν ένας καθηγητής του κακομεταχειρίστηκε έναν υδροκέφαλο ασθενή. Ακολουθώντας τη λατρεία του για τα ασπόνδυλα του βυθού, ο Πενλεβέ θα βρεθεί τελικά στη Σορβόνη όπου θα σπουδάσει ζωολογία και βιολογία.

© 2017 Archives Jean Painlevé, Paris. Images courtesy of Archives Jean Painleve, Paris.

 

Αμφίβιοι έρωτες

Ευτυχώς, ο νεαρός Ζαν δεν είχε στο μυαλό του μονάχα τα μαλάκια. Στη Σορβόνη συνάντησε τον έρωτα της ζωής του, τη Ζενεβιέβ Χαμόν, κόρη δύο ορκισμένων αναρχικών και μεταφραστών του Μπέρναρντ Σο. Αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ (και οι δύο ήταν εναντίον του γάμου), στο πρόσωπό της ο Πενλεβέ βρήκε την αδελφή ψυχή του, μια γυναίκα που προτιμούσε να πλατσουρίζει μαζί του παρατηρώντας δύστροπα αρθρόποδα παρά να συχνάζει στις δεξιώσεις και τις χοροεσπερίδες της υψηλής κοινωνίας. Η οικογένειά της αγκάλιασε τον απροσάρμοστο γαμπρό και το πατρικό της στη Βρετάνη, με το ταιριαστό όνομα Ty an Diaoul (Το Σπίτι του Διαβόλου), έγινε δεύτερο σπίτι του. Σύντομα, οι δύο ερωτευμένοι ζωόφιλοι το μετέτρεψαν σε εργαστήριο, σκοτεινό θάλαμο και κέντρο διερχομένων για εκκεντρικούς επιστήμονες, ανήσυχους καλλιτέχνες, εκκολαπτόμενους κινηματογραφιστές και όλο το σινάφι της γαλλικής avant-garde σκηνής.

Ακόμη κι όταν ο Πενλεβέ βρισκόταν στο Παρίσι, η Ζινέτ (όπως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά) θα του έστελνε κάθε τόσο μικρά πακέτα γεμάτα αγάπη, φυσιολατρία και σπάνιες λιχουδιές: τους πρώτους βλαστούς σπαραγγιών της χρονιάς, φρέσκα αυγά χήνας ή ένα βάζο μαγιονέζα που έφτιαχνε με τα χεράκια της. Με τα αγνά αυτά υλικά και το κοινό πάθος τους για οτιδήποτε διέθετε πλοκάμια, ο Ζαν και η Ζενεβιέβ έχτισαν μια προσωπική και επαγγελματική σχέση που κράτησε πάνω από μισό αιώνα, συγκατοικώντας με χταπόδια και μέδουσες. Εκείνος έγραφε και σκηνοθετούσε κι εκείνη κατασκεύαζε υποβρύχια σκηνικά, χειριζόταν μηχανήματα και φρόντιζε τους υπερευαίσθητους ηθοποιούς για τις περισσότερες από τις διακόσιες μικρού μήκους ταινίες που αποτελούν το σύνολο του έργου του Ζαν Πενλεβέ.

Ο Ζαν Πενλεβέ και η Ζενεβιέβ Χαμόν

 

Αντιμέτωπος με τη σοβαροφάνεια

Ο Πενλεβέ ξεκίνησε την καριέρα του στο σινεμά το 1926, ως ηθοποιός για τις ανάγκες τις ταινίας «L’inconnue des six jours». Μπορεί το φιλμ να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, εδώ όμως ο Πενλεβέ εξοικειώθηκε με τις κινηματογραφικές τεχνικές. Δύο χρόνια αργότερα, το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «L’ œuf d’épinoche», παρουσιάζεται στην Ακαδημία των Επιστημών, αλλά οι συνάδελφοί του το υποδέχτηκαν με δυσπιστία και ψυχρότητα. Ανέτοιμη να δεχτεί τη συμβολή του κινηματογράφου, τον οποίο θεωρούσε μέσο εξαπάτησης του κοινού, στην επιστημονική τεκμηρίωση, σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα χαρακτήρισε την ταινία «ψυχαγωγία για τους αδαείς». Ευτυχώς, ο Πενλεβέ δεν το βάζει κάτω και συνεχίζει να καταγράφει με χιούμορ και υπερβατική διάθεση εξωγήινα μπαλέτα οστρακόδερμων, ερωτικές περιπτύξεις μαλακίων, εκκεντρικές μεταμφιέσεις αρθρόποδων και θεαματικά γεννητούρια μεδουσών. Το πρωτόγνωρο αυτό πάντρεμα εμπεριστατωμένης μελέτης και ονειρικής ατμόσφαιρας έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους σουρεαλιστές. Ο Μαν Ρέι «δανείζεται» υλικό του Πενλεβέ για την ταινία του «L’Etoile de Mer», ενώ οι Φερνάν Λεζέ και Μαρκ Σαγκάλ πλέκουν εγκωμιαστικά σχόλια, αποκαλώντας την ταινία του «Caprelles et Pantopodes» «το ωραιότερο μπαλέτο που είχαν δει ποτέ» και «αληθινή τέχνη χωρίς προσποίηση», αδιαφορώντας για το γεγονός ότι τις μαγευτικές χορογραφίες εκτελούσαν καβούρια και γαρίδες!

Ωστόσο οι προκλήσεις που σκορπούσε απλόχερα ο Πενλεβέ –έστω και άθελά του– δεν σταμάτησαν στους συντηρητικούς συναδέλφους του. Το 1948 παρουσίασε πρώτος ζωντανά στη γαλλική τηλεόραση ένα πρόγραμμα επιστημονικού περιεχομένου, αποκαλύπτοντας στο κοινό το διόλου ενθαρρυντικό πλήθος μικροβίων που κατοικεί σε μία μόνο σταγόνα νερού. Όταν ένα μήνα αργότερα επανέλαβε την παρουσίαση στο BBC, αυτή τη φορά δεν ήταν το ανατριχιαστικό θέαμα που εξέπληξε τους θεατές. Εκνευρισμένος από τις τεχνικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε το –άπειρο σε τέτοια προγράμματα– συνεργείο κι από τα δικά του φτωχά αγγλικά, ανέκραξε «Merde!» στον αέρα, αγνοώντας ότι σε 200.000 βρετανικά νοικοκυριά τον παρακολουθούσαν σοκαρισμένοι!

Oursins (1954) © 2017 Archives Jean Painlevé, Paris. Images courtesy of Archives Jean Painleve, Paris.

 

Εκλεκτικές συγγένειες

Παρά τους δεσμούς του με το κίνημα του σουρεαλισμού (υπήρξε μεταξύ άλλων συνιδρυτής του βραχύβιου περιοδικού «Surréalisme»), αναπόφευκτα η ασυμβίβαστη φύση του Πενλεβέ δεν μπορούσε να βρει καταφύγιο κάτω από τους κανόνες ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού ρεύματος. Η αδιαλλαξία των μανιφέστων του Αντρέ Μπρετόν και κυρίως η περιφρόνησή του για τη μουσική σύντομα οδήγησαν τον Πενλεβέ σε ρήξη με τον ηγέτη του κινήματος. Κάτι απόλυτα κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς τον σημαντικότατο ρόλο της μουσικής στις ταινίες του. Επιστημονικά/φυσιοδιφικά φιλμ είχαν γυριστεί και πριν από τις δικές του απόπειρες, όμως ποτέ άλλοτε δεν απευθύνονταν στο ευρύ κοινό. Ακαταπόνητος εφευρέτης επαναστατικών μηχανημάτων και εμπνευστής νέων τεχνικών, ο Πενλεβέ γύριζε συχνά τρεις εκδοχές για κάθε ταινία: μία για την επιστημονική κοινότητα, μία για τα πανεπιστήμια και μία για τον μέσο θεατή· στην τελευταία αποτολμούσε τους πιο ακραίους πειραματισμούς του, ντύνοντάς τις με κομμάτια των Ντιουκ Έλινγκτον και Λούις Άρμστρονγκ ή πιο προχωρημένες μουσικές πρωτοπόρων της ηλεκτρονικής μουσικής όπως ο Πιερ Ανρί και ο Φρανσουά ντε Ρουμπέ.

Το αποτέλεσμα ξέφευγε από κάθε εύκολη κατηγοριοποίηση. Απεικονίζοντας έναν μικρόκοσμο διαρκών αντιθέσεων, ο Πενλεβέ κατέφευγε συχνά στον ανθρωπομορφισμό, επιλέγοντας ταυτόχρονα ως αντικείμενο παρατήρησης μερικούς από τους πιο απόκοσμους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου. Η επιτάχυνση ή η επιβράδυνση της κίνησης και η ματιά μέσα από το φακό του μικροσκοπίου μετατρέπουν τα υποθαλάσσια τοπία σε φόντο για μια εξωφρενική επιστημονική φαντασία και τους κατοίκους τους σε αδιευκρίνιστα μοτίβα αφηρημένης τέχνης. Τα αιθέρια πορτρέτα πλασμάτων, που σε άλλη περίπτωση το κοινό θα έβρισκε αηδιαστικά, αντιστέκονταν σθεναρά στις επιστημονικές εξηγήσεις που τα συνόδευαν διεκδικώντας αυτόνομη καλλιτεχνική υπόσταση. Το ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα δεν απείχε πολύ από τον ποιητικό ρεαλισμό συγχρόνων του σκηνοθετών όπως ο Ζαν Βιγκό και ο Μαρσέλ Καρνέ. Διόλου τυχαία, η φήμη του τον οδήγησε σε μια σειρά εμβληματικών συνεργασιών. Δάμασε ένα σμάρι μυρμηγκιών για τις ανάγκες του «Ανδαλουσιανού Σκύλου» του Μπουνιουέλ, δημιούργησε το ζευγάρι χεριών που πλέει σε ένα βάζο στην «Αταλάντη» του Βιγκό και έγραψε την αφήγηση για το φημισμένο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του Ζορζ Φρανζί («Μάτια Δίχως Πρόσωπο»), «Το Αίμα των Ζώων», ένα ανεπανάληπτο αμάλγαμα φρίκης και λυρισμού για τα σφαγεία του Παρισιού.

Le Vampire (1945) © 2017 Archives Jean Painlevé, Paris. Images courtesy of Archives Jean Painleve, Paris.

 

Fin

«Η δουλειά μου έχει τις χαρές της για όσους αγαπούν τη θάλασσα. Βυθισμένος στο νερό μέχρι τους αστραγάλους ή τη μέση, μέρα και νύχτα, με κάθε καιρό, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει περίπτωση να ανακαλύψεις κάτι αξιόλογο. Μοιάζει με την έκσταση του τοξικομανούς». Ακόμα κι όταν αποτύγχανε να αιχμαλωτίσει την τέλεια σκηνή, ο Πενλεβέ έβρισκε παρηγοριά στο γεγονός ότι μπορούσε να γευτεί τους νόστιμους ηθοποιούς του μαγειρεμένους κάθε φορά με νέους, ασυνήθιστους τρόπους! Η παρόρμηση του Πενλεβέ να αναδείξει τα μυστήρια της φύσης και να επικοινωνήσει άγνωστες πτυχές της ακόμα και στο πιο απαίδευτο κοινό έχει κάτι από το βλέμμα ενός παιδιού που αντικρίζει για πρώτη φορά τον κόσμο με ένα μείγμα ενθουσιασμού και δέους. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει τις ταινίες του ακαταμάχητες κι απολαυστικές ακόμα και σήμερα που –αρκετές δεκαετίες και μερικές χιλιάδες τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ αργότερα– οι πρωταγωνιστές του δεν μας φαίνονται πια ιδιαίτερα εξωτικοί.

Το 1982 θα ολοκληρώσει το μοντάζ της τελευταίας του ταινίας, «Les Pigeons du Square», στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Στο φιλμ, καθισμένος στο παγκάκι ενός πάρκου, εξηγεί σε μια παρέα παιδιών τα σπάνια χαρίσματα των περιστεριών, συνοψίζοντας το όραμά του για μια εκπαίδευση πέρα από τα όρια των σχολικών τοίχων και των αραχνιασμένων πεποιθήσεων. Όμως η αφοσίωσή του στη λατρεμένη του Ζινέτ είναι τέτοια που μετά το θάνατό της, τον Φεβρουάριο του 1987, θα εγκαταλείψει το σινεμά. Ο Πενλεβέ θα πεθάνει το 1989, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά όχι μόνο στο είδος του ντοκιμαντέρ αλλά και σε όλους τους ονειροπόλους για τους οποίους η φύση –παρά τις επίμονα απομυθοποιητικές προσπάθειες της επιστήμης– παραμένει για πάντα ένα γοητευτικό μυστήριο. «Μπορεί η απόλυτη κατανόηση ενός φυσικού φαινομένου να το απογυμνώσει ολότελα από τις θαυματουργές του ιδιότητες;», αναρωτιόταν σε ένα από τα κείμενά του. «Είναι πάντοτε ένα ρίσκο. Όμως η ποιητική του διάσταση πρέπει τουλάχιστον να συντηρείται, γιατί η ποίηση ανατρέπει τη λογική και δεν αμβλύνεται ποτέ από την επανάληψη». Οι ταινίες του αποτελούν την καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό.

Cristaux liquides (1978) © 2017 Archives Jean Painlevé, Paris. Images courtesy of Archives Jean Painleve, Paris.

 

5 ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ – ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ!

L’Hippocampe (1934)

Σε μια από τις πρώτες ταινίες με υποβρύχιες λήψεις, ο Πενλεβέ απεικόνισε με δέος τους ιδιόμορφους γονεϊκούς ρόλους του ιππόκαμπου (το θηλυκό μεταφέρει τα αυγά στον μάρσιπο του αρσενικού, το οποίο με τη σειρά του τα επωάζει μέχρι τον επώδυνο τοκετό). «Ο Ιππόκαμπος» υπήρξε τέτοια ανέλπιστη εμπορική επιτυχία ώστε ο Πενλεβέ και η σύντροφός του, Ζενεβιέβ, λάνσαραν μια σειρά από μαντήλια και κοσμήματα με μοτίβο το χαριτωμένο θαλάσσιο αλογάκι που έγιναν απαραίτητο αξεσουάρ για κάθε μοδάτη Γαλλίδα!

Barbe Bleue (1936)

Στην πιο αναπάντεχη προσθήκη της πληθωρικής φιλμογραφίας του, ο Πενλεβέ δίνει σάρκα και οστά στο κλασικό παραμύθι του Σαρλ Περό μέσα από ένα πολύχρωμο animation με πλαστελίνες, γυρισμένο με την εντυπωσιακή αλλά ξεχασμένη πια τεχνική του Gasparcolor και με μουσική επένδυση τη μίνι όπερα Μπούφα του Μορίς Ζομπέρ.

Le Vampire (1945)

Με υπόκρουση τη μουσική του Ντιουκ Έλινγκτον, το αιμοβόρικο φιλί ανάμεσα σε μια νυχτερίδα βαμπίρ και ένα ινδικό χοιρίδιο συμβόλιζε για τον αντιστασιακό Πενλεβέ τη μακάβρια άνοδο του φασισμού. Διόλου τυχαία, υπήρξε το μοναδικό φιλμ του με πρωταγωνιστές θηλαστικά, τα οποία αντιπαρέβαλε με σκηνές από τον «Nosferatu» του Μουρνάου.

Les Amours de la Pieuvre (1967)

Δύο χρόνια αφιέρωσε ο Πενλεβέ στο αγαπημένο του θαλάσσιο πλάσμα προκειμένου να ολοκληρώσει την «Ερωτική Ζωή του Χταποδιού». Οι πότε τρυφεροί και πότε μοιραίοι εναγκαλισμοί των πλοκαμοφόρων πρωταγωνιστών του, το ανατριχιαστικό σάουντρακ του πειραματιστή Πιερ Ανρί και κυρίως η δυσοίωνη αφήγηση (ενός ηλικιωμένου άνδρα με εμφύσημα!) δίνουν στην ταινία την αίσθηση ενός εκπαιδευτικού b-movie.

Acéra ou Le Bal des Sorcières (1972)

Με τον ποιητικό τίτλο «Ο Χορός των Μαγισσών», το φιλμ παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά τυφλά, ερμαφρόδιτα μαλάκια καθώς επιδίδονται σε ερωτικά όργια για να στροβιλιστούν στη συνέχεια σε έναν ξέφρενο χορό που αψηφά τη βαρύτητα. Τέτοια είναι η χάρη του μετεωρισμού τους, που ο συνθέτης Πιερ Γιανσέν χρειάστηκε να δει την ταινία μια και μοναδική φορά για να εμπνευστεί σχεδόν αυτοστιγμεί το μουσικό θέμα αυτού του υποθαλάσσιου μπαλέτου!

Assassins d’eau douce (1947) © 2017 Archives Jean Painlevé, Paris. Images courtesy of Archives Jean Painleve, Paris.

 

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ (Μάρτιος 2009).